ἐπέδωκεν

ἐπέδωκεν
ἐπιδίδωμι
give besides
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • выдати — ВЫДА|ТИ (51), МЬ, СТЬ гл. 1. Дать, выдать что л.: аче не бѹдеть полна ста ѹ домажирича. а осмь десѩтъ выдасть и дополнокъ възметь ·к҃· гриве(н) ѹ кнѩзѩ исъ клѣти. УСвят 1137 сп. сер. XIV, 630в; а та грамота <ы>вану и ѥго другамь выдати Гр… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επιδίδω — (AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω) 1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν») 2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις»,… …   Dictionary of Greek

  • λογάρι — το (AM λογάριον, Μ και λογάριν και λογάρι και λαγάριν) νεοελλ. μσν. αποθησαυρισμένο χρήμα ή θησαυρός από τιμαλφή αντικείμενα, περιουσία, πλούτος («καὶ κτήματα ἀρίθμητα ἐπέδωκεν νὰ ἔχουν, λογάριόν τε περισσόν, καὶ δούλους», Διγεν. Ακρ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κἀπέδωκεν — ἀπέδωκεν , ἀποδίδωμι give up aor ind act 3rd sg ἐπέδωκεν , ἐπιδίδωμι give besides aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”